- ξύπνο
- ξύπνο, το και ξύπνος, οκατάσταση αυτού που δεν κοιμάται: Το είδες στον ύπνο ή στον ξύπνο σου;
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξύπνος — ο, και ξύπνο, το 1. η κατάσταση τής εγρήγορσης, σε αντιδιαστολή προς τον ύπνο 2. (η γεν. ως επίρρ.) ξύπνου σε κατάσταση εγρήγορσης, άγρυπνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνώ, κατά το ύπνος] … Dictionary of Greek
φαντάζω — ΝΑ, και σφαντάζω και διαλ. τ. φαντάσσω Ν 1. προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη, προξενώ ζωηρή ή καλή εντύπωση, έχω ωραία ή επιβλητική όψη, κάνω αίσθηση με τη θωριά μου (α. «κι εφάνταζε, καθώς φαντάζει ασύγκριτη και στον ξύπνο», Παλαμ. β. «φαντάζειν… … Dictionary of Greek
όνειρο — το 1. οπτασία κατά τον ύπνο: Και με μιας ξυπνά απ τ όνειρο (Δροσίνης). 2. φανταστικό γεγονός. 3. μτφ., φανταστικό πλάσμα, ονειροπόλημα: Όνειρα βλέπεις και στον ξύπνο σου. 4. απραγματοποίητη ελπίδα: Τ όνειρότου ήταν να γίνει πλούσιος, αλλά πέθανε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)